αντεγκαλώ

αντεγκαλώ
(ε) μετ. юр. выдвигать встречное обвинение;

αντεγκαλούμαι — выдвигаться (о взаимных обвинениях)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αντεγκαλώ" в других словарях:

  • αντεγκαλώ — (Α ἀντεγκαλῶ, έω) καταγγέλλω κι εγώ αυτόν που με κατάγγειλε …   Dictionary of Greek

  • αντέγκλημα — ἀντέγκλημα, το (AM) [αντεγκαλώ] η αντικαταγγελία, η αντικατηγορία …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»